- ποικίλτρια
- η, ΝΑβλ. ποικιλτής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποικιλτής — ο, θηλ. ποικίλτρια, ΝΑ [ποικίλλω] τεχνίτης ειδικός στα ποικίλματα, στη διακόσμηση υφασμάτων («βαφεῖς... ζωγράφοι, ποικιλταί», Πλούτ.) … Dictionary of Greek